της Λίνας Μπόγρη-Πετρίτου*
Δεν είχε πατήσει καλά, καλά, ο Δεκέμβρης και τα κινητά άναψαν με τα πρώτα… λόγω κρίσης, ευρηματικά μηνύματα:
Ματαιώνονται για φέτος τα Χριστούγεννα. Ο Ιωσήφ πρέπει να πληρώσει περαίωση, η Φάτνη να τακτοποιηθεί ως υπαίθριος, η Παναγία δεν παίρνει επίδομα τοκετού, οι άγγελοι δεν πετάνε λόγω απεργίας και οι τρεις Μάγοι φοβούνται, ότι θα απελαθούν ως μετανάστες!
Εκείνο που σκέπτομαι είναι ότι πέρα από όλα τούτα τα δυσάρεστα που μας κτυπούν την πόρτα, πολλές θα είναι οι πόρτες που δεν θ’ ανοίξουν στο κάλεσμα, «Να τα πούμε;», των παιδιών.
Και πάντα, τέτοιες γιορτινές ημέρες, έρχεται στο νου μου, ένα μικρό απόσπασμα από κείμενο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που αναφέρεται στους «μικρούς καλανδιστές όπου όλη τους η αγωνία συμμαζώνεται σε τούτο και μόνο: μη λάχει κι ακούσουν στο κάλεσμά τους τη σκληρή απόκριση: «μας τα ’παν άλλοι»»!
Τα κάλαντα ανήκουν σε κείνα τα έθιμα που θέλουν να εξασφαλίσουν την ευτυχία και την καλοχρονιά. Τα παιδιά τραγουδώντας από πόρτα σε πόρτα, μοιράζουν με τις ευχές τους, την αισιοδοξία και τη χαρά για τις γιορτές του Δωδεκαήμερου.
Τα αιγινήτικα παινέματα που ακολουθούσαν τα κάλαντα, είναι πλούσια, υπερβολικά ίσως πλούσια σε περιεχόμενο, όπως πλούσια είναι η γλώσσα μας, που φτιάχνει στίχους για ν’ αρέσουν, στον αφέντη, στην κυρά, στο γιο, στην κόρη του σπιτιού, κι έτσι ν΄ ανοίξουν «τα κουτάκια τους τα κατακλειδωμένα, να δώσουν για τον κόπο τους…».
Σε τούτη την ανθολογία με τις ευχές, θα ήταν κρίμα να μη θυμηθούμε και τα άλλα… παινέματα που τα παιδιά, μιας κάποιας εποχής, (του… 1910-1920!) τα «έψελναν», έξω από την κλειστή πόρτα που δεν άνοιγε.
Ετοιμάζαμε από νωρίς τα κουμάντα μας, να βγούμε στις γειτονιές. Φιάναμε ντενεκεδένια καραβάκια, τουμπανάκια… Τα μπογιατίζαμε… Εμοιράζαμε τις γειτονιές με τις άλλες τσέτες (παρέες). Αρχινάγαμε αφ’ τη Χώρα κάτου. Είχαμε καλάθι τσαι βάναμε αυγά, φοινίκια, σταφίδες, σύκα, ό, τι μας εφιλεύανε. Έπεφτε τσαι κανένας «καλπάτσος» (παλιό κέρμα), καμιά φορά. Όχι που να πεις τίποτα σπουδαία. Να, καμιά δεκάρα που ’χε αφ’ τη μια μεριά την κουκουβάγια. Ή τσαι κάτι της μιας δραχμής με τον Γεώργιο που έγραφε ολόγυρα Κρητική Πολιτεία, τότες που ήντονε αρμοστής. Υπάρχανε που λες τσαι κάτι ανάποδοι με αμπαρωμένες τις θύρες… Άλλο που δε θέλαμε! Άσε που ήντονε πάντα οι ίδιοι τσαι οι ίδιοι. Γρουσούδηδες, που σου λέω. Εκαθόμαστε απ’ όξω αφ’ τη θύρα τους τσαι αρχινάγαμε με το μαλακό στην αρχή τσαι άμα δεν ανοίγανε, το αγρεύαμε:
Τόσο βαρύ ειν’ το πάπλωμα τσαι δεν παίρνεις χαμπάρι
που από ’ξω αφ’ τη θύρα σου, καράβι βολτετσάρει…Τόσα τραγούδια είπαμε, θύρα δεν έχει ανοίξει,
αν τα ’λεγα στον ουρανό, χρυσάφι θα ’χε ρίξει…Αφέντη μου, στην κάπα σου, χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες κλωσούν, άλλες γεννούν, άλλες αυγά μαζώνουν,
τσ’ άλλες το Θιο περικαλλούν να μη τις ζωματίσουν…Εσένα πρέπει, αφέντη μου, τορβάς τσαι δεκανίκι,
να σε τραβάνε τα στσουλιά, τσαι πέντε δέκα λύκοι…Τσαι ’σένα τσουρά μου η ευμορφιά, γλήγορα να σ’ αφήσει,
που όντες σε δει ο άντρας σου, να μη σ’ αναγνωρίσει…Μωρή ψειριάρα, ψειριαρού, τσαι ψειροκονιδιάρα,
που βάζεις πέντε δάχτυλα τσαι βγάζεις δέκα ψείρες…Την κόρη σου, την όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι
τσαι κράτησέ την αψηλά να μη τη φάν’ οι ψύλλοι…
* Η Λίνα Μπόγρη-Πετρίτου ασχολείται συστηματικά με την Τοπική Ιστορία και την Λαογραφία της Αίγινας και αρθρογραφεί για τα θέματα αυτά στον τοπικό τύπο.